περιστροφῇ — περιστροφή turning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφή — Επίπεδη π. γύρω από ένα κέντρο Ο, ονομάζουμε την κίνηση στο επίπεδο, στην οποία, αφήνοντας σταθερό το Ο (κέντρο της π.), σε κάθε σημείο Ρ αντιστοιχεί ένα άλλο P’, τέτοιο ώστε OP’ = OP. Σε ένα μονομομετρικό καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, έστω x … Dictionary of Greek
διαφορική περιστροφή — (Αστρον.). Η περιστροφή διαφορετικών τμημάτων ενός συστήματος με διαφορετικές ταχύτητες. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε ένα σύστημα, όπως ένας αστέρας, που αποτελείται βασικά από αέρια. Σε ένα στερεό σώμα, όπως η Γη, όλα τα τμήματα… … Dictionary of Greek
περιστροφῆι — περιστροφῇ , περιστροφή turning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφαῖς — περιστροφή turning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφαί — περιστροφή turning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφῆς — περιστροφή turning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφήν — περιστροφή turning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφῶν — περιστροφή turning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)